-
1 нельзя
нельзяпредик безл1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν. -
2 годиться
гожусь, годишься, ρ.δ. χρειάζομαι, είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω, κάνω•никуда не -ится δεν κάνει για τίποτε•
эти ботинки мне -ятся αυτά τα μποτίνια μου κάνουν (ταιριάζουν στο πόδι μου).
απρόσ. με το αρνητικό μόριο не• не -ится δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν πρέπει, δεν κάνει.εκφρ.годиться в отцы – έχω την ίδια ηλικία με τον πατέρα κάποιου•годиться в сыновья – είμαι συνομήλικος με το γιο κάποιου.... -
3 нежарко
επίρ.ως κατηγ. δεν είναι (δεν κάνει) πολύ ζέστη•в комнате нежарко στο δωμάτιο δεν κάνει πολύ ζέστη.
-
4 неразборчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.
|| ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•-ая речь δυσκολονόητη ομιλία.
2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).
|| που δεν κάνει διάκριση•он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.
-
5 нельзя
επίρ.με σημ. κατηγ.1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.
2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•
употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.
εκφρ.нельзя ли – δεν επιτρέπεται;επιτρέψτε•нельзя не – δεν μπορεί να μη•нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα. -
6 годиться
-
7 неприлично
-
8 никуда
никуда πουθενά· я \никуда не пойду δε θα πάω πουθενά; это \никуда не годится (о поступке) δεν κάνει* * *я никуда́ не пойду́ — δε θα πάω πουθενά
э́то никуда́ не годи́тся (о поступке) — δεν κάνει
-
9 ни
ни 11. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•
ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•
ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•
ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.
2. μη(ν)•стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•
стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.
3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•
на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•
куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.
εκφρ.ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).ни 2(πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•
ни с кем με κανέναν•
я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•
ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•
я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•
ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.
-
10 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
11 годиться
годи́||тьсянесов1. (быть годным) ἀρμόζω, ἀξίζω:это никуда не \годитьсятся αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο·2. (быть подходящим, быть впору) ταιριάζω, εἶμαι κατάλληλος:ботинки мне не годятся τά παπούτσια δέν μοῦ κάνουν ◊ так поступать не \годитьсятся δέν ἐπιτρέπεται (или δέν κάνει) νά φέρ(ν)εται κανείς ἐτσι· он тебе в подметки не \годитьсятся αὐτός δέν ἀξίζει ὁβτε τό δαχτυλάκι σου. -
12 никуда
никуданареч1. (ни в какое место) πουθενά:она \никуда не пойдет δέν θά πάει πουθενά·2. (ни на что, совсем) γιά τίποτε, σέ τίποτε:\никуда не годный μή ίκανός γιά τίποτε· \никуда не годный челοвέκ τιπο-τένιος ἀνθρωπος· это \никуда не годится а) αὐτό δέν κάνει γιά τίποτε (о вещи), б) δέν εἶναι καθόλου σωστό (о поступке). -
13 шаг
шагм в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής. -
14 годный
годн||ыйприл καλός, κατάλληλος (πρός, διά)/ Ικανός (способный)/ ἔγκυρος, ἰσχύων (о билете и т. п.):\годныйый к военной слу́жбе Ικανός γιά τό στρατό, στρατεύσιμος· \годныйый Для питья πόσιμος· ни на что не \годныйый δέν εἶναι ἀξιος γιά τίποτε, δέν κάνει γιά τίποτε. -
15 компания
-и θ.1. παρέα, κομπανία.2. εταιρεία (εμπορική, βιομηχανική).εκφρ.не компания кто кому – δεν κάνει για παρέα• δεν είναι της παρέας•за -ю ή для -и – για την παρέα ή χάρη της παρέας•водить -ю с кем – κάνω παρέα με κάποιον•поддержать -ю – είμαι υπέρ της παρέας• δε χαλώ την παρέα. -
16 негоже
(παλ. κ. απλ.)1. επίρ. άχρηστα.2. απρόσ. ως κατηγ. είναι άχρηστο.3. δεν πρέπει, δεν κάνει. -
17 чёрт
-а, πλθ. черти-ей α.1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.εκφρ.α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.β) (απλ.) συντριπτικά•стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•чёрт тебя (его, их – κλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•чёрт с ним (тобой, ними – κλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•- ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках) – απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•что за -! – τι διάβολο! -
18 решительно
реши́тельн||онареч1. (смело, твердо)2. ἀποφασιστικά [-ῶς] / κατηγορηματικά (категорически):он \решительно против этого (αυτός) ἀντιτίθεται (или ἐναντιώνεται) κατηγορηματικά· \решительно отказать ἀρνούμαι κατηγορηματικά·2. (абсолютно) ἀπολύτως, ἐντελώς:он \решительно ничего не делает δέν κάνει ἀπολύτως τίποτε· мне \решительно все равно μοδ εἶναι ἐντελώς ἀδιάφορο. -
19 тыкаться
тыкатьсянесов1. разг σφηνώνομαι, προσκρούω·2. (лезть, соваться) разг χώνομαι:всюду тычется, а дела не делает χώνεται παντού καί δουλειά δέν κάνει. -
20 худо
ху́д||о Iс τό κακό[ν]:он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.худо II1. нареч κακά, ἄσχημα:\худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον2. безл:ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του.
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει … Dictionary of Greek
αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
αλάθευτος — αλάθευτος, η, ο και αλάθητος, η, ο 1. αυτός που δεν κάνει λάθη: Καυχιόταν πως ήταν κυνηγός αλάθευτος. 2. αυτός που δεν πέφτει σε αμαρτίες: Παραδεχόταν πως ως άνθρωπος δεν ήταν αλάθητος. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλάθητο η ιδιότητα να μην κάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek